σύμφυλος

σύμφυλος
-ον, ΝΜΑ
(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα
ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα
μσν.-αρχ.
(για πνευματική ή ψυχική ιδιότητα) συμφυής, σύμφυτος («σύμφυλος ἡ νόησις τῷ μερισμῷ», Δαμασκ.)
αρχ.
1. (για φυσικά φαινόμενα) αυτός που ανήκει στην ίδια κατηγορία, στην ίδια τάξη («βρονταὶ καὶ ἀστραπαί... καὶ τἆλλα ἃ δὴ τούτοις ἐστὶ σύμφυλα», Αριστοτ.)
2. (για είδος τροφής) α) (σχετικά με ζώο) πρόσφορος, κατάλληλος («ἑκάστου γένει ζῴου μία τροφὴ σύμφυλός ἐστι», Πλούτ.)
β) (σχετικά με πρόσ.) αυτός που είναι αναγκαίος για τον οργανισμό
γ) συνεκδ. εύπεπτος, ευάρεστος
3. προσφυής
4. πιθ. ιατρ. ομοιοπαθής
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σύμφυλον
τάγμα»
6. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ σύμφυλοι
οι εξ αίματος συγγενείς
7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πρέποντα, τα αρμόζοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἔκ-φυλος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. symphyla].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύμφυλος — σύμφῡλος , σύμφυλος of the same stock masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμφυλον — σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock masc/fem acc sg σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλοτέρα — συμφῡλοτέρᾱ , σύμφυλος of the same stock fem nom/voc/acc comp dual συμφῡλοτέρᾱ , σύμφυλος of the same stock fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφυλότατον — συμφῡλότατον , σύμφυλος of the same stock masc acc superl sg συμφῡλότατον , σύμφυλος of the same stock neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφυλον — σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock masc/fem acc sg σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύμφυλος — ἀσύμφυλος, ον (Α) [σύμφυλος] μη συγγενικός, ανόμοιος …   Dictionary of Greek

  • συμφυλία — ἡ, Α [σύμφυλος] 1. (πιθ. δ. γρφ. αντί συμφιλία) συγγενής ύλη 2. συγγένεια …   Dictionary of Greek

  • σύμφυλα — τα, Ν ζωολ. βλ. σύμφυλος …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

  • ԲՆԱԿԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա. σύνοικος, συνοικίτης cohabitator, contubernalis Ընկեր բնակութեան. կից բնակութեամբ. յարակակից. որ կայ ʼի միասին ընդ այլում. *Ընդունիցի՞ս բնակակից զոմն եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”